- ιούμαι
- ἰοῡμαι, -όομαι (Α) [ιός (ΙV)]1. (αμτβ.) σκουριάζω, πιάνω σκουριά ή είμαι σκουριασμένος2. (το ενεργ. μτβτ.) ἰῶ, -όωκαθιστώ κάτι σκουριασμένο, σκουριάζω κάτι, δημιουργώ σκουριά σε κάτι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αντιμετριέμαι — κ. ιούμαι βλ. αντιμετρώ … Dictionary of Greek
αντιμετρώ — ( άω) (μέσ., ούμαι, ιέμαι, ιούμαι) (AM ἀντιμετρῶ, έω μέσ., ἀντιμετροῡμαι) Ι. 1. παραχωρώ, δίνω κάτι ως αντάλλαγμα, αποζημίωση ή αμοιβή 2. πληρώνω, ανταμείβω κι εγώ με τη σειρά μου νεοελλ. τιμωρώ αρχ. συγκρίνω II. (μέσ., ομαι) νεοελλ. παραβάλλομαι … Dictionary of Greek
αποξεχνώ — κ. ξεχάνω 1. ξεχνώ εντελώς, λησμονώ ολότελα 2. (αποξεχνιέμαι κ. ιούμαι) ξεχνώ τον εαυτό μου, φτάνω ως την τέλεια αφηρημάδα … Dictionary of Greek
δροσολογώ — και άω (μέσ. ιέμαι και ιούμαι) 1. δροσίζω, ραντίζω με δροσιά, υγραίνω 2. γίνομαι δροσερός, φέρνω δροσιά («ο καιρός άρχισε να δροσολογάει») 3. δροσολογούμαι αισθάνομαι ευχάριστο αίσθημα δροσιάς … Dictionary of Greek
κατιούμαι — κατιοῡμαι, όομαι (Α) 1. σκουριάζω («ὑφ ἧς κατιοῡται καὶ χαλκὸς καὶ ἄργυρος», Στράβ.) 2. ρυπαίνομαι («ἀπὸ χρυσῆς τε βασιλείας ἐς σιδηρᾱν καὶ κατιωμένην... καταπεσούσης τῆς ἱστορίας», Δίων Κάσσ). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἰοῦμαι «σκουριάζω» (<… … Dictionary of Greek
μαλλιοτραβώ — και μαλλοτραβῶ, άω 1. τραβώ κάποιον από τα μαλλιά («κάθε μέρα τό μαλλιοτραβάει το παιδί») 2. (το μέσ. ως αλληλοπαθές) μαλλ(ι)οτραβιέμαι και ιούμαι σύρομαι αμοιβαία με κάποιον από τα μαλλιά, τσακώνομαι άγρια με κάποιον, μαλλιά με μαλλιά … Dictionary of Greek
μαλλοκοπιέμαι — και ιούμαι μαλλιοτραβιέμαι, αλληλοτραβιέμαι μαλλιά με μαλλιά με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαλλί / μαλλιά + κοπιέμαι (πρβλ. σταυρο κοπιέμαι)] … Dictionary of Greek
πόντος — Επαρχία της Μικράς Ασίας, στο βόρειο τμήμα της Τουρκίας. Στα Β βρέχεται από τον Εύξεινο Πόντο, ενώ στα Α ορίζεται από την Κολχίδα, στα Δ από την Παφλαγονία και στα Ν από την Καππαδοκία. Ο Π. πήρε το όνομα αυτό και έγινε σημαντικός μόνο κατά τους… … Dictionary of Greek
ԺԱՆԳՈՏԻՄ — (եցայ.) NBH 1 0831 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical ձ. ἱούμαι, ἱόομαι rubigine obducor. Ժանգահար, ժանգալից լինել. ժանկռոտիլ. ... *Կորո՛ զարծաթ վասն եղբօր եւ բարեկամի, եւ մի ժանկոտեսցի (կամ ցէ) ընդ քարիւ ʼի կորուստ. Սիր. ՟Ի՟Թ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
αποξεχνώ — και αποξεχάνω ασα, άστηκα, ασμένος, ξεχνώ, λησμονώ κάτι εντελώς: Εσύ μου το χες πει, αλλά εγώ το αποξέχασα· το μέσ. αποξεχνιέμαι και ιούμαι αφαιρούμαι, ξεχνιέμαι: Αποξεχάστηκα και δεν άκουσα τι μου είπες. Ουσ. αποξεχασμός, ο και αποξέχασμα, το … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)